- διαρπάζουσα
- διαρπάζωtear in piecespres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)διαρπάζωtear in piecespres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαρπαζούσας — διαρπαζούσᾱς , διαρπάζω tear in pieces pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διαρπαζούσᾱς , διαρπάζω tear in pieces pres part act fem gen sg (doric) διαρπαζούσᾱς , διαρπάζω tear in pieces pres part act fem acc pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek